- ζάματος
- ζάματος,=A
ζάβατος 2
, Hsch.: [full] ζαμάτιον, τό,= τρύβλιον, Id. [full] ζαμελής· μέγα μέλος ἔχων, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζάβατος 2
, Hsch.: [full] ζαμάτιον, τό,= τρύβλιον, Id. [full] ζαμελής· μέγα μέλος ἔχων, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.